ἀνακείμενος

ἀνακείμενος
ἀνάκειμαι
to be laid up
perf part mp masc nom sg
ἀνάκειμαι
to be laid up
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακλινής — ές (Α κατακλινής, ές) [κατακλίνω] αυτός που είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», Πολ.) αρχ. 1. μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο ανάκλιντρο 2. κατηφορικός 3. απόκρημνος …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • παρανακειμένως — Α επίρρ. αντιστοίχως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνακείμενος (< ἀνάκειμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 407 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c, 14c ա. κλητός, συνανακείμενος, ἁνακείμενος invitatus, discumbens, convictor Կոչնական՝ բազմեալն ʼի սեղան. բարձակից. ... *Ադոնիա, եւ ամենայն բազմականք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”